- προορμόνη
- η, Ν(βιοχ.) ανενεργός πρόδρομος ορμόνης, ειδικά μιας πολυπεπτιδικής ή πεπτιδικής ορμόνης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προϊνσουλίνη — η, Ν (βιοχ.) πρωτεΐνη με μοριακό βάρος υψηλότερο από το μοριακό βάρος τής ινσουλίνης, που αποτελεί την προορμόνη η οποία έχει ήδη όλες τις ανοσοειδικές πρωτεΐνες τής ινσουλίνης … Dictionary of Greek
καλσιτονίνη — Ορμόνη που παράγεται από τα παραθυλακικά κύτταρα του θυρεοειδή αδένα. Πρόκειται για ένα πεπτίδιο 32 αμινοξέων, που προκύπτει από το κόψιμο ενός μεγαλύτερου πεπτιδίου (προορμόνη), ενώ περιέχει έναν δισουλφιδικό δεσμό, ώστε το μόριο να αποκτά… … Dictionary of Greek